Ο πολίτης που παραλίγο να χάσει το σπίτι του εξαιτίας χρεών, τελικά δικαιώθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, καθώς αποδείχθηκε ότι έπεσε θύμα παραπλάνησης από «μαϊμού» δικηγορικές εταιρείες. Οι εταιρείες αυτές παρουσίαζαν εαυτούς ως ειδικούς, με αποτέλεσμα να χαθεί η νομική προθεσμία για ανακοπή του πλειστηριασμού — συγκεκριμένα, η προσφυγή κατατέθηκε 140 ημέρες μετά τη λήξη της 45νθήμερης προθεσμίας.
Το δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή του λόγω «ανωτέρας βίας», καθώς, όπως αναφέρεται στην απόφαση, «ο φερόμενος δικηγόρος δεν ήταν στην πραγματικότητα πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε νόμιμος αντιπρόσωπος». Υπογραμμίστηκε ότι ο μέσος πολίτης δεν μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι μια δημόσια προβεβλημένη εταιρεία, η οποία ισχυρίζεται ότι προσφέρει «εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες» και «διορατικές νομικές συμβουλές», δεν διαθέτει καν νόμιμους δικηγόρους.
Η απόφαση επίσης ξεκαθαρίζει ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη που προβλέπει πταίσμα του πληρεξουσίου δικηγόρου, καθώς εν προκειμένω, δεν υπήρχε καν πληρεξούσιος. Όπως τονίζεται, «οι πράξεις και παραλείψεις του δεν συνιστούν μόνο πταίσμα, αλλά συμπεριφορές που ερευνώνται ήδη ποινικά».
Στο σκεπτικό του, το Δικαστήριο στάθηκε ιδιαίτερα και στη διάσταση της καταχρηστικής διαδικασίας κατάσχεσης. Σύμφωνα με την απόφαση, η κατάσχεση πρέπει να περιορίζεται όταν υπάρχει δυσαναλογία ανάμεσα στην απαίτηση και στην αξία του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «επιβάλλεται περιορισμός, προς προστασία του καθ’ ου η κατάσχεση από τον κίνδυνο του πλειστηριασμού πραγμάτων, περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης».
Η απόφαση θέτει ουσιαστικά φραγμό στην αλόγιστη χρήση του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης, ιδίως όταν αυτή στρέφεται κατά οφειλετών με τρόπο δυσανάλογο και ενίοτε καταχρηστικό.