Μια κομβική απόφαση από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο στη Λειψία, το οποίο αποτελεί το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Γερμανίας (αντίστοιχο του ελληνικού ΣτΕ), έρχεται να επηρεάσει το ζήτημα της επιστροφής προσφύγων στην Ελλάδα. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση των γερμανικών αρχών υπέρ της εφαρμογής του Κανονισμού του Δουβλίνου, σύμφωνα με τον οποίο η πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ –στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα– είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου.
Το δικαστήριο έκρινε πως δύο πρόσφυγες, ένας 32χρονος από τη Σομαλία και ένας 34χρονος από τη Λωρίδα της Γάζας, που είχαν περάσει πρώτα από την Ελλάδα και αργότερα έφτασαν στη Γερμανία (το 2017 και 2018 αντίστοιχα), μπορούν να επιστραφούν στη χώρα πρώτης υποδοχής. Οι δύο άνδρες είχαν ήδη αναγνωριστεί ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας και είχαν άδεια παραμονής στην Ελλάδα, ωστόσο κατέθεσαν νέα αίτηση ασύλου στη Γερμανία, η οποία απορρίφθηκε.
Το γερμανικό δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα πως οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα εγκυμονούν κίνδυνο για «απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση», αποφαινόμενο πως δεν υφίσταται «αξιόλογη πιθανότητα» να βρεθούν σε κατάσταση ακραίας ανάγκης, η οποία θα τους εμπόδιζε να καλύψουν βασικές τους ανάγκες, όπως στέγαση, τροφή ή υγειονομική φροντίδα, παρά τα πιθανά διοικητικά προβλήματα και τις ελλείψεις στα κρατικά βοηθήματα.
Η απόφαση αυτή αποτελεί πιθανή ένδειξη αλλαγής στη νομολογία, δεδομένου ότι μέχρι πρότινος αρκετά γερμανικά δικαστήρια εμπόδιζαν αντίστοιχες επιστροφές, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες ένταξης στην Ελλάδα. Οργανώσεις όπως η Pro Asyl εξακολουθούν να αμφισβητούν τη βιωσιμότητα των συνθηκών για πρόσφυγες στην Ελλάδα, εκφράζοντας έντονες επιφυλάξεις για την απόφαση.
Η υπόθεση αναμένεται να αναζωπυρώσει το διάλογο γύρω από το φαινόμενο της δευτερογενούς μετανάστευσης, δηλαδή τη μετακίνηση προσφύγων από την πρώτη χώρα εισόδου σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που προκαλεί εδώ και καιρό εντάσεις μεταξύ κρατών-μελών όπως η Ελλάδα και η Γερμανία.