Η σύζυγος του προφυλακισμένου αστυνομικού της Βουλής, η οποία είναι επίσης αστυνομικός, τον κατηγορεί για προσπάθεια επηρεασμού των παιδιών τους με στόχο να τα «προτρέψει να αποκρύψουν τα βιώματά τους», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της.
Η γυναίκα, που έχει καταγγείλει τον σύζυγό της για κακοποιήσεις και βιασμούς της ίδιας και των παιδιών τους, δηλώνει μέσω του συνηγόρου της, Ιωάννη Μπαρκαγιάννη, ότι εκείνος παραβιάζει τις δικαστικές αποφάσεις, επιχειρώντας να επικοινωνήσει μαζί της και με τα παιδιά από τη φυλακή. Στόχος του, σύμφωνα με την ίδια, είναι να «προκαλέσει φόβο και τρόμο και να με εξαναγκάσει με αυτόν τον τρόπο να ανακαλέσω έστω και αυτή τη στιγμή τις μηνύσεις μου σε βάρος του». Παράλληλα, καταγγέλλει ότι η πλευρά του συζύγου της διαδίδει παραπληροφόρηση.
Η σύζυγος, η οποία είναι έγκυος, υποστηρίζει ότι «ο κατηγορούμενος θέτει διαρκώς σε κίνδυνο το έμβρυο που κυοφορώ» και περιγράφει την ψυχική πίεση που έχει υποστεί: «Όλο αυτό το χρονικό διάστημα με διακατείχε διαρκώς τρόμος, φόβος, κοινωνική ανασφάλεια και στην πρώτη δυνατή ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε, κατήγγειλα ευθύς τις έκνομες πράξεις του εν λόγω δράστη».
Στη δήλωσή της αναφέρει συγκεκριμένα:
«Ο κατηγορούμενος, κατά πάγια τακτική του, όπως προκύπτει, άλλωστε, από τα σχετικά έγγραφα που έχουν προσκομιστεί στις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ακόμη και σε παρελθοντικό χρόνο, δεν δίστασε να επικοινωνήσει με τα τέκνα μας προσπαθώντας να τα προτρέψει να αποκρύψουν τα βιώματά τους, αλλά ούτε και με εμένα, παρά το ότι είχε εκδοθεί και τότε δικαστική απόφαση με τον περιοριστικό όρο της μη προσέγγισής μου από μέρους του».
Αναφέρεται επίσης σε αυτόπτες μάρτυρες που ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια των τηλεφωνικών κλήσεων από τον κατηγορούμενο, σημειώνοντας ότι είναι έτοιμη να εμφανιστεί ενώπιον των δικαστικών αρχών μαζί με τους μάρτυρες της. Παράλληλα, επισημαίνει ότι «ο προσωπικός μου ιατρός […] μου επεσήμανε ότι δεν πρέπει να είμαι δέκτης τέτοιων συμπεριφορών, καθότι τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του κυοφορούμενου».
Στη συνέχεια, απευθύνεται στον κατηγορούμενο και στους συμβούλους του, τονίζοντας:
«ΘΑ ΗΤΑΝ ΟΡΘΟ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΝ ΤΟΣΟ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΟΥΝ, προτού τοποθετηθούν δημοσίως περί των θέσεών μου και περί των ενεργειών στις οποίες προβαίνω για τα παιδιά, ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΩΣ από τις αρμόδιες αρχές που έχουν την εποπτεία τους και κατόπιν να το πράττουν, καθότι ΕΚΤΙΘΕΝΤΑΙ».
Η σύζυγος καταλήγει λέγοντας ότι τρίτα πρόσωπα του στενού οικογενειακού κύκλου του κατηγορουμένου προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις χωρίς καμία δική της παρέμβαση, ενώ υπογραμμίζει ότι τα παιδιά της την υποστηρίζουν και όχι τον κατηγορούμενο. Τέλος, δηλώνει ότι γνώρισε τον σύζυγό της σε πολύ νεαρή ηλικία και από τότε έγινε δέσμια της σχέσης τους.