Η M.Ș.D. αναγκάστηκε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για να επιτευχθεί αναγνώριση της καταδίκης για το revenge porn που υπέστη από τον πρώην σύντροφό της. Οι τοπικές αρχές δεν προχώρησαν στις απαραίτητες ενέργειες, με αποτέλεσμα να παρέλθει το χρονικό όριο δίωξης για ορισμένα αδικήματα. Παράλληλα, ο εισαγγελέας που χειριζόταν την υπόθεση φέρεται όχι μόνο να απέδωσε ευθύνες στην ίδια, αλλά και να «πάγωσε» την προώθηση της δικαστικής διαδικασίας.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η προσφεύγουσα M.Ș.D., τότε 18 ετών, είχε σχέση με τον 20χρονο V.C.A. το 2016, η οποία τερματίστηκε μετά από λίγους μήνες. Μετά τον χωρισμό, ο V.C.A. έστειλε προσωπικές φωτογραφίες της M.Ș.D. σε μέλη της οικογένειάς της και σε φίλους του αδελφού της, χρησιμοποιώντας ψεύτικους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επιπλέον, δημοσίευσε τις φωτογραφίες και τα προσωπικά της στοιχεία σε ιστοσελίδες συνοδών, με αποτέλεσμα να δέχεται κλήσεις από άτομα που αναζητούσαν σεξουαλικές υπηρεσίες.
Η M.Ș.D. προχώρησε άμεσα σε καταγγελία στις αρχές, ωστόσο η ποινική έρευνα καθυστέρησε σημαντικά. Τμήμα των αδικημάτων αρχειοθετήθηκε, ενώ το αδίκημα της πλαστογραφίας μέσω υπολογιστή παραγράφηκε.
Διαπιστώσεις του ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το νομικό πλαίσιο της Ρουμανίας δεν παρείχε επαρκή προστασία κατά της διαδικτυακής βίας. Οι αρχές καθυστέρησαν αδικαιολόγητα στην έρευνα των καταγγελιών και επέδειξαν συμπεριφορά που επιβάρυνε ψυχολογικά την προσφεύγουσα. Επιπλέον, ο εισαγγελέας απέδωσε ευθύνες στην ίδια και αγνόησε απόφαση δικαστηρίου που διέταζε συνέχιση της έρευνας.
Απόφαση και αποζημίωση
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Επιδίκασε στην M.Ș.D. 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 700 ευρώ για αποζημίωση εξόδων.
Σημείο αιχμής: Η στάση των αρχών
Ο εισαγγελέας σχολίασε ότι η αποστολή των «άσεμνων φωτογραφιών» από την ίδια την M.Ș.D. στον V.C.A. συνέβαλε στην προβληματική φύση της σχέσης τους, χαρακτηρίζοντάς τη ως «επικεντρωμένη στη σεξουαλικότητα». Κατά τον ίδιο, οι πράξεις του V.C.A. αποτελούσαν εκδήλωση «νεανικής ζήλιας» και μια δημόσια συγγνώμη θα ήταν αρκετή. Παρά την εντολή του δικαστηρίου για συνέχιση της έρευνας, το γραφείο του εισαγγελέα επέλεξε να κλείσει την υπόθεση.
Το Δικαστήριο κατέκρινε τη στάση της εισαγγελίας, χαρακτηρίζοντάς τη «επιλήψιμη» και ως παράγοντα που συνέβαλε στη δευτερογενή θυματοποίηση της προσφεύγουσας.