Ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε σήμερα (21/10) την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, για να παραδώσει στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου και να ενημερώσει για μια συμπληρωματική μηνυτήρια αναφορά μετά από πρόσφατα περιστατικά στα μέσα σταθερής τροχιάς.
Μετά την επίσκεψη, ο κ. Σταϊκούρας δήλωσε: «Προσήλθα σήμερα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προκειμένου να ενημερωθώ και να ενημερώσω. Να ενημερωθώ για την πορεία δύο μηνυτήριων αναφορών που είχα υποβάλει τον Απρίλιο του 2024 και να ενημερώσω για μία τρίτη μηνυτήρια αναφορά, συμπληρωματική, την προηγούμενη εβδομάδα σχετικά με ανησυχητικά περιστατικά που λαμβάνουν χώρα στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Περιστατικά τα οποία βλάπτουν τον σιδηρόδρομο και τη χώρα μας. Περιστατικά τα οποία εγείρουν ερωτήματα, τα οποία με τη σειρά τους απαιτούν απαντήσεις, αρμοδίως.»
Ο υπουργός υπογράμμισε ότι γίνονται συντονισμένες προσπάθειες για την ενίσχυση της ασφάλειας και της ποιότητας στις σιδηροδρομικές μεταφορές, τονίζοντας ότι «παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά».
Σημειώνεται ότι στις 9 Οκτωβρίου υπήρξε περιστατικό με συρμό του Προαστιακού που έλαβε εντολή να κινηθεί σε λάθος γραμμή στη Δουκίσσης Πλακεντίας, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου αποφεύχθηκε οριακά σύγκρουση τρένων στους Αγίους Αναργύρους. Για τα περιστατικά αυτά διεξάγεται εισαγγελική έρευνα.
Η επίσκεψη του κ. Σταϊκούρα στο Ανώτατο Δικαστήριο συνέπεσε χρονικά με δημοσίευμα της «Κυριακάτικης Δημοκρατίας», το οποίο ανέφερε απευθείας αναθέσεις του Υπουργείου σε εταιρεία όπου εργάζεται η σύζυγός του. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο υπουργός υπέγραψε πολλές αναθέσεις έργων στην KPMG, κάτι που η εφημερίδα κρίνει ηθικά αμφισβητήσιμο.
Ο κ. Σταϊκούρας απάντησε στο δημοσίευμα λέγοντας ότι όλες οι συμβάσεις είναι διαθέσιμες στη Δικαιοσύνη και κάλεσε την εφημερίδα να στηρίξει τους ισχυρισμούς της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, έθεσε ζήτημα ηθικής τάξης και κάλεσε την κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις για τις αναθέσεις σε ιδιωτικές συμβουλευτικές εταιρείες, σημειώνοντας πως αυτές οι πρακτικές έχουν επιβαρύνει τους Έλληνες πολίτες με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τα τελευταία έξι χρόνια.