Για τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, η απρέπεια του Βρετανού ομολόγου του, Ρίσι Σούνακ, να ακυρώσει τη συνάντησή τους (και μάλιστα να προτείνει συνάντηση με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της χώρας!) επειδή… τόλμησε να μιλήσει για τα κλεμμένα Γλυπτά του Παρθενώνα, δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Η επιλογή του Σούνακ να προκαλέσει κρίση στις σχέσεις με την παραδοσιακή σύμμαχο και φίλη Ελλάδα είναι ακόμα ένα αρνητικό “παράσημο” στη… συλλογή που κάνει ο προβαλλόμενος ως “πολλά υποσχόμενος” πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο οποίος είναι μάλλον ένας υπερφιλόδοξος απόμακρος εκατομμυριούχος που δεν διστάζει να διαλύσει φιλίες -ακόμα και με τους ευεργέτες του.
Η φιλία και η δικαιοσύνη δεν αποτελούν ισχυρά σημεία στην πορεία του Ρίσι Σούνακ, τουλάχιστον ως τώρα, κάτι που δεν αρέσει και πολύ στους Βρετανούς πολίτες, όπως αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις που δείχνουν το κόμμα του να καταρρέει απέναντι στους Εργατικούς. Οι απρέπειες, άλλωστε, σε έναν λαό που είναι συνυφασμένος με την ευγένεια και τους τύπους, δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Η αρχή
Ο Σούνακ, γιος ενός γιατρού και μιας φαρμακοποιού, οικογένειας που μετανάστευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το Παντζάμπ της Ινδίας στα 60s, πήγε σχολείο στο φημισμένο Κολέγιο Winchester και, από εκεί, έχοντας δείξει τα ταλέντα του, ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας του οικοτροφείου, οδηγήθηκε στην Οξφόρδη για να σπουδάσει φιλοσοφία, οικονομία και πολιτική. Ήταν πολύ φιλόδοξος πάντα ο Σούνακ και τα είχε όλα σχεδιασμένα: Να γίνει εκατομμυριούχος ως τα 20 του, να μπει στη Βουλή ως τα 30 του, να αποκτήσει υπουργική θέση ως τα 40 και πρωθυπουργός ως τα 50 του χρόνια.
Έτσι, το 2001, μετά από ένα σύντομο πέρασμα στον κόσμο των επενδύσεων από μια φοιτητική λέσχη που του άνοιξε τις πρώτες πόρτες στο Σίτι, έπιασε δουλειά ως αναλυτής στην επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs. Εκεί, τα πήγε πολύ καλά και το 2004 κατάφερε να πάρει μεταγραφή στο αμφιλεγόμενο hedge fund TCI, όπου εργάστηκε ως διαχειριστής κεφαλαίων κινδύνου.
Την προδοσία πολλοί αγάπησαν
Ομοίως γρήγορα κέρδισε και την πρώτη του εκλογή και την πρώτη του συμμετοχή στην κυβέρνηση, καθώς η τότε πρωθυπουργός Τερέζα Μέι τον εμπιστεύθηκε ως έναν από τους πιο πιστούς πολιτικούς της συνοδοιπόρους. Και τον διόρισε, το 2018 υφυπουργό Στέγασης, μέχρι αυτός να διαβλέψει ότι η πολιτική πορεία της Μέι πλησιάζει στο τέλος της και να συμπαραταχθεί βιαστικά με τον Μπόρις Τζόνσον.